- βοϊδομάτης, -α, -ικο
- 1. αυτός που έχει μεγάλα μάτια που μοιάζουν σαν του βοδιού: Το πρόσωπό του είναι άσχημο, γιατί είναι βοϊδομάτης.2. το αρσ. ως ουσ., βοϊδομάτης ποικιλία σταφυλιού με μεγάλες ρώγες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.